- προσχρώννυμι
- Α1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + χρώννυμι «χρωματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.